Η δοκιμασία κόπωσης είναι μια διαγνωστική εξέταση για τη διερεύνηση στεφανιαίας νόσου (απόφραξης των στεφανιαίων αρτηριών της καρδιάς) του ασθενή. Αυτό που κάνουμε είναι να κουράζουμε τον ασθενή προοδευτικά με συγκεκριμένο προτόκολο βάζοντας τον να περπατήσει σε κυλιόμενο τάπητα, ενώ παρακολουθούμε το καρδιογράφημα του με ειδικά ηλεκτρόδια και μετράμε την πίεση. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνουμε την συνεχή αύξηση του καρδιακού έργου λόγω αύξησης της αρτηριακής πίεσης και των σφύξεων της καρδιάς. Όταν αυξάνεται το καρδιακό έργο μπορούμε να αποκαλύψουμε ηλεκτροκαρδιογραφικές αλλοιώσεις και συμπτώματα πόνου του ασθενούς τα οποία δεν εκδηλώνονται στην ηρεμία όταν η καρδιά του είναι ξεκούραστη. Έτσι η μέθοδος χρησιμεύει για την ανίχνευση στεφανιαίας νόσου (απόφραξης των αγγείων της καρδιάς). Επίσης χρησιμεύει για την παρακολούθηση ασθενών με γνωστό πρόβλημα διορθωμένο χειρουργικά ή με αγγειοπλαστική (μπαλονάκι) για να αποκλείσουμε υποτροπή της νόσου. Μας δίνει ακόμα πολλές πληροφορίες για τη φυσική κατάσταση του ασθενούς, τη συμπεριφορά κάποιων αρρυθμιών.
Ποιοι πρέπει να υποβάλονται σε δοκιμασία κόπωσης;
Είναι σκόπιμο να γίνεται σε ασθενείς με ύποπτα ενοχλήματα και κυρίως θωρακικό άλγος. Επίσης σε άτομα με πολλαπλούς παράγοντες κινδύνου (ηλικία >40, κάπνισμα, σακχαρώδης διαβήτης, υπέρταση, υπερλιπιδαιμία, οικογενειακό ιστορικό στεφανιαίας νόσου) είναι καλό να γίνεται έλεγχος διότι πολλές φορές οι ασθενείς δεν έχουν ή δεν αναγνωρίζουν τα συμπτώματα.
Είναι ασφαλής εξέταση;
Είναι μια αναίμακτη μη επεμβατική μέθοδος με σπανιότατες επιπλοκές και κίνδυνο όμοιο με αυτό του περπατήματος σε ανηφόρα, που υπολογίζεται διεθνώς σε 1 στα 10.000. Σίγουρα είναι προτιμότερα αν είναι να συμβεί κάποιο ισχαιμικό επεισόδιο να συμβεί, ανιχνευτεί και θεραπευτεί στο χώρο του ιατρείου από το να συμβεί σε μια τυχαία στιγμή στο δρόμο.